- κριτιάζω
- κριτιάζω (Α)μιμούμαι το γλωσσικό ύφος τού Κριτία («κριτιάζουσα ἠχώ», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κριτίας, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. δικ-άζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κριτιάζειν — Κριτιάζω imitate the style of Critias pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριτιάζουσα — Κριτιάζω imitate the style of Critias pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)